οξύκοος

οξύκοος
ὀξύκοος, -ον (Α)
(εσφ. γρφ.) βλ. οξυήκοος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οξυήκοος — η, ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, ον) αυτός που έχει οξεία ακοή αρχ. αυτός που έχει οξεία αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”